Αργήσαμε, αλλά καταφέραμε να φτάσουμε και στο γεφύρι του Πόρου, να δούμε τις επιπτώσεις του “Ντάνιελ”. Πρόκειται για το γεφύρι που εξυπηρετούσε την Άνω Κερασιά και την παλιά Μιτζέλα, για τη διάσχιση ενός εκ των μεγαλύτερων ρεμάτων του Πηλίου, της Λαγωνίκας, από και προς τα Βλαχοχώραφα του Πουρίου.
Δυστυχώς, αρκεί άλλη μια παρόμοια καταιγίδα για να το αποτελειώσει. Συνέβη ότι σε όλα τα γεφύρια που “επέζησαν” και είναι για μελέτη η μαστοριά τους. Παρέμεινε το εσωρράχιο, οι αρκάδες ξυλώθηκαν και το εξωρράχιο τραυματισμένο. Εννιά μήνες μετά πλατάνια στηρίζονται ακόμα πάνω του, ενώ η υλοτομία βρίσκεται στην περιοχή και θα μπορούσε να ενημερωθεί για την απομάκρυνσή τους. Ίσως και να το είδαμε τελευταία φορά, άγνωστο αν θα αντέξει ακόμα ένα χειμώνα, εξαιτίας της αδιαφορίας μας.
Παραθέτουμε μερικές πληροφορίες καθώς και μια φωτογραφία πριν την καταστροφή του, από το ιστολόγιο “Περπατώντας στο Πήλιο” όπου επιμελείται ο Kyriakos Stathakis .
“Αφού βαδίσουμε περίπου μισή ώρα ακόμα στο μονοπάτι φθάνουμε στο γεφύρι του Πόρου, που βρίσκεται σε υψόμετρο 622 μέτρα. Είναι άγνωστο πότε και από ποιον χτίστηκε, κατά πάσα πιθανότητα πάντως πρέπει να έγινε από Ηπειρώτες μαστόρους επί Τουρκοκρατίας και συνεχίζει να διατηρείται σε καλή κατάσταση. Από εδώ συνέχιζε κανείς δυτικά προς Αντοβίτο, Άνω Κερασιά, Μονή Σουρβιάς και Κοκκινόγεια ή βόρεια προς τον Αγιο Γεώργιο όπως θα πάμε εμείς. Το άνοιγμα του τόξου του, μετρημένο από τον Χαρατσή, είναι δέκα μέτρα και το ύψος του 7,70 μέτρα. Για το όνομα Πόρος υπάρχουν δύο εκδοχές: Η μία ότι προέρχεται από την όμοια αρχαία ελληνική λέξη που σημαίνει ”πέρασμα”, και η άλλη από το σλάβικο poroj που σημαίνει ”χείμαρρος με τρεχούμενα νερά”. Πράγματι, στο σημείο αυτό το ρέμα έχει πάντοτε νερό, και αν προσέξουμε θα δούμε και πέστροφες, προερχόμενες ίσως από το γόνο που έριξε τη δεκαετία του 1970 ο Αλφόνς Χοχάουζερ (περισσότερα στο βιβλίο του Κώστα Ακρίβου ”Ποιος θυμάται τον Αλφόνς”).”